- άμαθος
- (I)-η, -ο1. αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε κάτι, αδίδαχτος, αμόρφωτος,2. αγράμματος, απαίδευτος3. αγροίκος, ανόητος, αγενής4. αυτός που δεν είναι εξοικειωμένος, συνηθισμένος σε κάτι, άπειρος, αδαής.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + θ. μαθ- τού ρ. μανθάνω, μαθαίνω].————————(II)ἄμαθος, η (Α) (επικός τύπος αντί τού ἄμμος)1. η άμμος και κυρίως η άμμος τής πεδιάδας, αμμώδες έδαφος (σε αντίθεση με την άμμο τής θάλασσας, την ψάμαθο)2. στον πληθ. αἱ ἄμαθοισωροί άμμου κοντά σε θάλασσα, αμμώδη υψώματα, θίνες.[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ετυμολογικά συγγενής με τον μσν. άνω γερμαν. τ. sampt «άμμος» (πρβλ. και γερμαν. Sand «άμμος» < sampt με ανομοίωση). Ο συσχετισμός αυτός που προϋποθέτει ανομοίωση της δασύτητας στη λ. *hαμαθος, δεν επιτρέπει να αναχθούμε σ’ έναν κοινό αρχικό ΙΕ τύπο. Βεβαία θεωρείται αντιθέτως η αλληλεπίδραση μεταξύ τών παραγώγων δύο διαφορετικής προελεύσεως οικογενειών λέξεων, τών λ. ἄμαθος και ψάμμος «άμμος». Σημειώνεται ότι αναλογικά προς τη λ. ἄμαθος σχηματίστηκε η λ. ψάμαθος «άμμος», ενώ η λ. ἄμμος είναι αναλογικός σχηματισμός κατά το ψάμμος*.ΠΑΡ. αρχ. ἀμαθῑτις, ἀμαθόεις, ἀμαθύνω, ἀμαθώδης].
Dictionary of Greek. 2013.